Προσπελάσεις (Views): 7149
Πακέτο: Α. ΠΟΛΛΕΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ: Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στο Δημοτικό Σχολείο

Ενότητα: Θάλασσα

Κεφάλαιο: Ο θαλάσσιος πυθμένας

Ο θαλάσσιος πυθμένας
 
Παράκτια γεωμορφολογία.
 
Ο πυθμένας των θαλασσών εμφανίζει μεγάλο οριζόντιο και κατακόρυφο διαμελισμό και δέχεται επιδράσεις τόσο από την ξηρά όσο και από το υπερκείμενο στρώμα του νερού.
Οι ακτές ταξινομούνται με βάση τον τύπο των πετρωμάτων (υποστρώματος), την τεκτονική δομή τους και τους μηχανισμούς που καθορίζουν τη μορφολογία τους επιδρώντας στο υπόστρωμα.
Σύμφωνα με σύγχρονες μεθόδους ταξινόμησης, οι ακτές διακρίνονται σε πρωτογενείς, όταν η διαμόρφωση τους οφείλεται κυρίως στην επίδραση του χερσαίου παράγοντα, και δευτερογενείς, όταν είναι κυρίως αποτέλεσμα δράσης της σημερινής θάλασσας και των θαλάσσιων οργανισμών. Περαιτέρω υποδιαιρέσεις κάθε ομάδας γίνονται με βάση τον παράγοντα που έχει τη μεγαλύτερη σχετική επίδραση, αν και είναι λίγες οι περιπτώσεις των ακτών που οφείλουν τη διαμόρφωση τους αποκλειστικά σε ένα μόνο παράγοντα.
Οι πρωτογενείς ακτές διαιρούνται περαιτέρω σε ακτές χερσογενούς διάβρωσης και ακτές χερσογενούς απόθεσης. Στις ακτές χερσογενούς διάβρωσης ανήκουν οι κατακλυσθείσες ποτάμιες κοιλάδες, οι ακτές που προέρχονται από παγετώδη διάβρωση και οι κατακλυσθείσες περιοχές ασβεστολιθικής διάβρωσης. Στις ακτές χερσογενούς απόθεσης ανήκουν οι ακτές των ποτάμιων αποθέσεων, στις οποίες συμβαίνει επέκταση της ξηράς προς τη θάλασσα. Αυτές περιλαμβάνουν τις ακτές τύπου δέλτα και τις ακτές των αλλουβιακών πεδιάδων, που είναι ακτές σχετικά ευθύγραμμες με μικρές κλίσεις που διατέμνονται από μικρές κοιλάδες. Επιπλέον, στις ακτές χερσογενούς απόθεσης περιλαμβάνονται και οι ακτές παγετωδών αποθέσεων και αιολικών αποθέσεων καθώς και οι ακτές που προέκυψαν λόγω κατολίσθησης οι οποίες περιλαμβάνουν τις ηφαιστειακές ακτές και τις τεκτονικές ακτές.
Οι δευτερογενείς ακτές προέρχονται από πρωτογενείς, οι οποίες διαμορφώθηκαν εκ των υστέρων από θαλάσσιους παράγοντες. Οι δευτερογενείς ακτές διαιρούνται περαιτέρω σε ακτές που σχηματίζονται από διάβρωση κυμάτων και σε ακτές που σχηματίζονται από θαλάσσιες αποθέσεις. Από τη διάβρωση των κυμάτων σχηματίζονται κρημνοί ευθυγραμμισμένοι από τα κύματα. Χαρακτηριστικό των ακτών αυτών είναι το ότι γειτονεύουν με πυθμένα που έχει μικρή κλίση, σε αντίθεση με τους ρηξιγενείς κρημνούς που συνοδεύονται από απότομο πυθμένα, έχουν ακανόνιστη μορφή με μικρές εγκολπώσεις και δεν εισδύουν βαθιά στην ξηρά.
Στις ακτές των θαλάσσιων αποθέσεων ανήκουν οι ακτές που δημιουργούνται από ιζηματογενείς δομές (φραγμούς, αμμολουρίδες, «μπάγκους», βραχίονες και τόξα).

Ωκεάνιες λεκάνες.
 
Στο περιθώριο των ηπείρων υπάρχει η ηπειρωτική κρηπίδα ή υφαλοκρηπίδα, η περιοχή δηλαδή που καλύπτεται από ρηχή θάλασσα, έχει μικρή κλίση (περίπου 1,7‰), το όριό της σε βάθος είναι τα 100-200 μ. ενώ εκτείνεται σε απόσταση από 10-1.700 χμ. από την ξηρά. Η περιοχή αυτή έχει σχηματιστεί από αποθέσεις φερτών υλικών και ιζημάτων από την ξηρά. Κατά την περίοδο των παγετώνων, όταν η στάθμη της θάλασσας ήταν χαμηλότερη, η υφαλοκρηπίδα αποτελούσε μέρος της ξηράς. Η υφαλοκρηπίδα έχει ιδιαίτερη σημασία, τόσο για τα γεωγραφικά και τα γεωλογικά φαινόμενα, όπως οι ευστατικές κινήσεις της, όσο και για τα οικονομικά και κατ' επέκταση τα νομικά θέματα (διαχείριση βιοτικών και αβιοτικών φυσικών πόρων). Το 60-70% των αποθεμάτων του πετρελαίου έχει εντοπιστεί στην υφαλοκρηπίδα.
Μετά την υφαλοκρηπίδα και σε οριζόντια απόσταση 20 έως 100 χμ., ακολουθεί ένα τμήμα πυθμένα με μεγάλη κλίση (70‰), η ηπειρωτική κατωφέρεια ή ηπειρωτικό υφαλοπρανές, που φτάνει σε βάθη 2.000 μ. περίπου και μαζί με τους πρόποδες της υφαλοκρηπίδας αποτελεί την οριακή ζώνη του ηπειρωτικού προς τον ωκεάνιο φλοιό ή βαθύαλη ζώνη. Είναι περιοχή προσωρινής συσσώρευσης ιζημάτων, γιατί λόγω των κλίσεων που παρουσιάζει έχουμε συχνά υποθαλάσσιες κατολισθήσεις. Στη συνέχεια η κλίση του πυθμένα μειώνεται (1-10‰) και αντιστοιχεί στον ηπειρωτικό πρόποδα που φτάνει μέχρι τα 4.000 μ. ενώ οριζόντια εκτείνεται από 0-1000 χμ. συνεχίζοντας τη βαθύαλη ζώνη. Μετά τα 4.000 μ. υπάρχει η αβυσσαία πεδιάδα, σχεδόν οριζόντια επιφάνεια (κλίση < 1‰) μεγάλης έκτασης. Η αβυσσαία πεδιάδα μπορεί να διακόπτεται από τις ωκεάνιες τάφρους (βάθη μεγαλύτερα από 5.000 μ.), τους υποθαλάσσιους λόφους, που είναι ηφαιστειογενούς προέλευσης και την ωκεάνια ράχη ή μεσοωκεάνια ράχη, επειδή πρωτοεντοπίστηκε και περιγράφτηκε στον Ατλαντικό ωκεανό τον οποίο διασχίζει στο μέσον του. Η ζώνη της αβυσσαίας πεδιάδας ή βαθιάς θάλασσας καταλαμβάνει το 47% της επιφάνειας των ωκεανών, οι ωκεάνιες ράχες καταλαμβάνουν το 33% ενώ η υφαλοκρηπίδα μαζί με την ηπειρωτική κατωφέρεια το 20%.

Σχήμα 1
Ζώνωση και βαθυμετρία μιας τυπικής ωκεάνιας λεκάνης.
Για πρακτικούς λόγους το βάθος είναι εκφρασμένο σε μέτρα, ενώ η απόσταση από την ακτή σε χιλιόμετρα. Έτσι οι κλίσεις του βυθού δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.


Ιζηματογένεση.
 
Κάθε στερεό σώμα που φτάνει ή αναπτύσσεται στο θαλάσσιο περιβάλλον αργά ή γρήγορα οδηγείται σε απόθεση, επειδή είναι βαρύτερο από το θαλάσσιο νερό. Η διαδικασία αυτή καλείται ιζηματογένεση. Τα θαλάσσια ιζήματα μεταφέρονται από τις ηπείρους μέσω των ποταμών, του πάγου και των ανέμων, σχηματίζονται από υπολείμματα θαλάσσιων οργανισμών, είναι προϊόντα υποθαλάσσιων ηφαιστείων, προϊόντα καθίζησης από χημικές διεργασίες ή αποθέσεις υλικών από το διάστημα. Η μελέτη των σύγχρονων θαλάσσιων ιζημάτων δίνει πληροφορίες για τις διεργασίες ιζηματογένεσης και βοηθά στην ορθή ερμηνεία των περιβαλλόντων του παρελθόντος.