ΛΙΜΝΕΣ
Είναι όγκοι στάσιμου ή ελαφρά κινουμένου νερού που καταλαμβάνουν μια ενδοηπειρωτική λεκάνη. Οι φυσικές λίμνες σχηματίστηκαν από τεκτονικές και ηφαιστειακές δυνάμεις και από τη δράση των παγετώνων, ενώ οι τεχνητές λίμνες είναι αποτέλεσμα της επέμβασης του ανθρώπου (ταμιευτήρες νερού). Οι λίμνες είναι πιο ευπαθείς από τις θάλασσες γιατί αποτελούνται από μικρές σχετικά ποσότητες νερού και επομένως παρουσιάζουν μεγαλύτερες διακυμάνσεις ορισμένων χαρακτηριστικών όπως της θερμοκρασίας ή της στάθμης του νερού τους. Τα νερά τους ανανεώνονται με αργούς ρυθμούς με αποτέλεσμα τη συσσώρευση και τη διάρκεια των φαινομένων ρύπανσης.
Τα επιφανειακά στάσιμα νερά μπορούν να χωριστούν σε τρεις κύριες κατηγορίες ανάλογα με το βάθος τους: τις λίμνες, τα υγροτοπικά οικοσυστήματα ρηχών υδατοσυλλογών και τα έλη.
Η λίμνη είναι μια βαθιά κοιλότητα στην επιφάνεια της Γης με γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Χαρακτηριστικό της είναι η θερμική στρωμάτωση των νερών που είναι τουλάχιστον εποχική. Η βλάστηση καταλαμβάνει μόνο μια παράλια λωρίδα μικρού βάθους.
Η ρηχή υδατοσυλλογή (αβαθής λίμνη) είναι συγκρίσιμη με την παράλια ζώνη μιας λίμνης και μπορεί να εποικισθεί τελείως από τη βλάστηση. Το νερό δεν παρουσιάζει σταθερή θερμική στρωμάτωση.
Το έλος έχει γενικά βάθος μικρότερο από ένα μέτρο. Η θερμοκρασία του νερού εξαρτάται άμεσα από την ηλιακή ακτινοβολία και η θερμική στρωμάτωση ποικίλλει καθημερινά. Γενικά, η θερμοκρασία του νερού είναι χαμηλότερη στο βυθό στη διάρκεια της ημέρας ενώ κατά τη νύχτα είναι χαμηλότερη στην επιφάνεια.
Βασικές συνιστώσες του λιμναίου οικοσυστήματος είναι: (α) η λεκάνη απορροής, (β) η γεωμορφολογία (μορφομετρία), (γ) η κατανομή των φυσικοχημικών παραμέτρων, και (δ) η κατανομή των βιολογικών παραμέτρων.
(α) Η λεκάνη απορροής.
Η γεωλογική σύσταση της λεκάνης απορροής, το μέγεθος της, το κλίμα και η χρήση της επηρεάζουν το είδος και την ποσότητα των χημικών στοιχείων στο νερό και το ίζημα της λίμνης. Οι λίμνες που έχουν μεγάλες λεκάνες απορροής σε σχέση με την επιφάνεια τους είναι πιο παραγωγικές. Το κλίμα επηρεάζει τη μεταφορά του ιζήματος και των θρεπτικών συστατικών στη λίμνη π.χ. στις περιοχές με κλίμα μεσογειακού τύπου, η διάβρωση του εδάφους (βλ. Έδαφος) είναι σημαντική με αποτέλεσμα τα ιζήματα να μετακινούνται εύκολα από τις λεκάνες απορροής προς τις λίμνες.
(β) Η μορφομετρία.
Η έκταση της λίμνης, ο όγκος της, το μέσο και μέγιστο βάθος της, το μήκος της ακτής της, αποτελούν σημαντικά στοιχεία του λιμναίου οικοσυστήματος.
(γ) Η κατανομή των φυσικοχημικών παραμέτρων στο νερό.
1. Ποσότητα φωτός (ζώνωση): Στις βαθιές λίμνες, η ζώνη που διαπερνάται από το φως λέγεται ευφωτική ενώ η έλλειψη φωτός χαρακτηρίζει την αφωτική ζώνη (σχήμα 4).
2. Θερμοκρασία (θερμική στρωμάτωση): Η υδάτινη μάζα έχει χαρακτηριστική κατακόρυφη κατανομή θερμοκρασίας. Στις εύκρατες περιοχές, τα επιφανειακά νερά των σχετικά μεγάλων λιμνών θερμαίνονται στη διάρκεια του καλοκαιριού και σχηματίζουν ένα αραιότερο στρώμα, το επιλίμνιο, που επιπλέει σ’ ένα πυκνότερο και ψυχρότερο, το υπολίμνιο. Η ενδιάμεση ζώνη λέγεται θερμοκλινές (σχήμα 4). Σ’ αυτή τη ζώνη, ο ρυθμός αλλαγής της θερμοκρασίας σε σχέση με το βάθος είναι ταχύτερος απ' ό, τι στο επιλίμνιο και το υπολίμνιο.
Το φθινόπωρο καταστρέφεται το θερμοκλινές (φθινοπωρινή αναστροφή) και διαταράσσεται η στρωματοποιημένη δομή της λίμνης, λόγω της ανάμιξης του νερού από τον άνεμο και της πτώσης της θερμοκρασίας. Οι αβαθείς λίμνες δεν στρωματώνονται παρά μόνο για σύντομες περιόδους.
Υπάρχουν λίμνες που μένουν στρωματοποιημένες παρά τις θερμικές διεργασίες που κανονικά προκαλούν αναστροφή. Αν αυτή η κατάσταση είναι μόνιμη έστω και για μικρό μέρος της λίμνης, τα βαθιά νερά παρουσιάζουν έλλειψη οξυγόνου.
3. Θρεπτικά συστατικά: Κατά την περίοδο της θερμικής στρωμάτωσης, τα θρεπτικά συστατικά (άλατα αζώτου, φωσφόρου και οργανικές ουσίες) συχνά εξαντλούνται στο επιλίμνιο και συγκεντρώνονται στο υπολίμνιο. Η χημική στρωμάτωση λοιπόν καθορίζεται συχνά από την κατανομή της θερμοκρασίας. Στις αβαθείς λίμνες που έχουμε μεγαλύτερη αναλογία όγκου νερού σε άμεση επαφή με τον πυθμένα, τα θρεπτικά συστατικά που βρίσκονται στο ίζημα διαλύονται πιο αποτελεσματικά στο νερό.
(δ) Οι βιολογικές παράμετροι.
Διακρίνουμε τρεις κατηγορίες υδρόβιων οργανισμών: πλαγκτόν, νηκτόν και βένθος. Στο πλαγκτό κατατάσσονται ζωικοί και φυτικοί οργανισμοί που πλανώνται από τα ρεύματα και τα κύματα και δεν έχουν την ικανότητα αυτόνομης μετακίνησης, ενώ τα ψάρια που νήσσονται (κολυμπούν) κατατάσσονται στο νηκτό. Το βένθος συνίσταται από ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν στο βυθό ή εξαρτώνται από το βυθό.
Ως προς την απόσταση από την ακτή της λίμνης διακρίνουμε:
την παράλια ζώνη που είναι η ρηχή ζώνη κατά μήκος της παραλίας, όπου υπάρχει πλήθος ζωικών και φυτικών οργανισμών υδρόβια φυτά με ρίζες (π.χ. καλαμιώνες στην περίπτωση που έχουμε αμμώδεις ή ιλυώδεις παραλίες), φύκη προσκολλημένα σε σταθερό υπόστρωμα (βράχοι, φυτά), υδρόβια έντομα, σκουλήκια, ψάρια, κ.ά.
την πελαγική ζώνη που είναι μακριά από την ακτή. Εδώ υπάρχει φυτοπλαγκτό (μόνο στηνευφωτική ζώνη), ζωοπλαγκτό, ψάρια, βακτήρια και μύκητες.
Τα ψάρια είναι συνήθως συγκεντρωμένα κατά μήκος της παραλιακής ζώνης και σχετικά κοντά στην ακτή που συνιστά και τον κεντρικό τόπο διαμονής τους. Βρίσκουν καταφύγιο και τροφή στον πυθμένα και τα βυθισμένα φυτά. Όταν έχουν ποτάμια προέλευση βρίσκονται σχεδόν αποκλειστικά στην παραλιακή ζώνη.
Τα παραλιακά ψάρια, όπως ο λιμναίος κέφαλος και η μπριάνα, είτε γεννούν τ' αυγά τους στην παραλιακή ζώνη, είτε μεταναστεύουν σε παραποτάμους. Τα πελαγικά ψάρια τρέφονται από ζωοπλαγκτό και φυτοπλαγκτό και αυτά όμως μετακινούνται προς τις ακτές για να αφήσουν τ’ αυγά τους.
Σχήμα 4
Ζώνωση και στρωμάτωση λίμνης