Προσπελάσεις (Views): 16523
Πακέτο: Α. ΠΟΛΛΕΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ: Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στο Δημοτικό Σχολείο

Ενότητα: Έδαφος

Κεφάλαιο: Διάβρωση

Διάβρωση
 
Η διάβρωση του εδάφους ως περιβαλλοντικό πρόβλημα (γνωστή και με τον όρο «ανθρωπογενής επιταχυνόμενη διάβρωση» - man accelerated soil erosion) οφείλεται κυρίως στην υποβάθμιση των δασών και των δασικών εκτάσεων (βλ. Δάσος) καθώς και σε ορισμένες καλλιεργητικές και αρδευτικές πρακτικές. Το έδαφος μιας περιοχής όπου η βλάστηση είναι υποβαθμισμένη ή δεν υπάρχει καθόλου μεταφέρεται με τη δράση των διαβρωτικών παραγόντων πολύ εύκολα στη θάλασσα με ανυπολόγιστες συνέπειες στη γεωργική παραγωγή και την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών.
Η παρουσία της βλάστησης παίζει καθοριστικό ρόλο στη συγκράτηση του εδάφους. Τα φυτά με τις ρίζες τους δημιουργούν ένα είδος πλέγματος που συγκρατεί το έδαφος. Συγχρόνως το φύλλωμα μπορεί να συγκρατήσει μέχρι το 50% της βροχής, αφήνοντας ένα μικρό μέρος περίπου 10-20% να απορρέει επιφανειακά αποτρέποντας τις πλημμύρες ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό με τη βοήθεια της βλάστησης απορροφάται από το έδαφος και εμπλουτίζει τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες (βλ. Δάσος).
Τα δάση όμως σήμερα, και κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες της Βόρειας Ευρώπης, πληρώνουν το τίμημα της βιομηχανικής ανάπτυξης και πλήττονται από την όξινη βροχή (βλ. Αέρας και Δάσος). Συγχρόνως τεράστιες εκτάσεις δασών και δασικών εκτάσεων στις χώρες της Νότιας Ευρώπης πλήττονται κυρίως από τις πυρκαγιές και την υπερβόσκηση. Στις χώρες του Τρίτου Κόσμου εξάλλου, οι εκχερσώσεις των τροπικών δασών συνδυασμένες με τις πυρκαγιές, την υπερβόσκηση και τις ληστρικές υλοτομίες ακολουθούν ρυθμούς πολύ ταχύτερους από αυτούς της φυσικής αναγέννησης των δασικών οικοσυστημάτων και απειλούν ολόκληρα οικοσυστήματα με κατάρρευση. Ενδεικτικά, υπολογίζεται ότι σε παγκόσμιο επίπεδο περίπου 5.800 εκατ. στρέμματα γης έχουν υποστεί υποβάθμιση εξαιτίας της αποψίλωσης, ενώ το 20% της έκτασης των βοσκοτόπων έχουν καταστραφεί από την υπερβόσκηση (FAO 1996 http://www.grida.no/publications/other/geo3/?src=/geo/geo3/english/141.htm).
Επίσης η διάβρωση του εδάφους προκαλείται και από τον εντατικό τρόπο καλλιέργειας της γης που γίνεται προκειμένου να αυξηθεί η γεωργική παραγωγή (μονοκαλλιέργειες, οργώματα παράλληλα με την κλίση του εδάφους, χρήση χημικών προϊόντων, κ.λπ.) (βλ. Αγροοικοσυστήματα).
Χαρακτηριστικό του φαινομένου της εδαφικής διάβρωσης είναι η τρομακτικά μεγάλη ταχύτητα εξέλιξης του: σε χρονικό διάστημα μερικών ωρών μπορεί να καταστραφεί έδαφος για το σχηματισμό του οποίου απαιτούνται εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο φυσιολογικός αριθμός των 9 δισεκ. τόνων εδάφους που μεταφέρονται στη θάλασσα ετήσια και αντικαθιστούνται από τις εδαφογενετικές διεργασίες, στη σημερινή εποχή ανέρχεται σε 25 δισεκ. τόνους, χωρίς οι εδαφογενετικές διεργασίες να προλαβαίνουν να αντικαθιστούν το έδαφος που χάνεται. 
Σήμερα, η παγκόσμια κατάσταση λόγω της εδαφικής διάβρωσης είναι πολύ ανησυχητική, αφού πλήττονται όλες οι χώρες του κόσμου με διαφορετική ένταση η καθεμιά. Υπολογίζεται ότι το 18% της συνολικής χρησιμοποιούμενης γης σε παγκόσμιο επίπεδο υπόκειται διάβρωση σε κάποιο βαθμό, από το οποίο το 12% υφίσταται σοβαρή διάβρωση (Scherr 1999). Ποσοστιαία, το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζει η Κεντρική Αμερική και η Αφρική. Εντούτοις σε συνολικό εμβαδόν εκτάσεων που έχουν υποστεί διάβρωση (εξαιτίας του νερού ή του αέρα) προηγείται μακράν η Ασία, ακολουθούμενη από την Αφρική και, κατ’ επέκταση την Ευρώπη. Στους Χάρτες 2 και 3 εμφανίζεται η τρωτότητα σε φαινόμενα διάβρωσης οφειλόμενα στο νερό και τον αέρα αντίστοιχα σύμφωνα με το U.S.Department of Agriculture - Natural Resources Conservation Service.
 

Χάρτης 2
Τρωτότητα εδαφών στην υδατική διάβρωση


Χάρτης 3
Τρωτότητα εδαφών στην αιολική διάβρωση
 
Σύμφωνα με τους ερευνητές, στη Δυτική Ασία η διάβρωση αποτελεί τεράστιο πρόβλημα καθώς 1,45 εκατ. τετρ. χλμ., δηλαδή το 1/3 της περιοχής έχουν επηρεαστεί. Σε ακραίες περιπτώσεις, κινητοί λόφοι καταπλακώνουν καλλιεργούμενες εκτάσεις και οικισμούς. Υπολογίζεται ότι σε παγκόσμιο επίπεδο περίπου 20.000 – 50.000 τετρ. χλμ. χάνονται ετησίως λόγω της υποβάθμισης του εδάφους και κυρίως εξαιτίας της διάβρωσης. Οι απώλειες στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Ασία είναι 2-6 φορές μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική (GEO-4). Σε ό,τι αφορά την Ασία, ιδιαίτερα έντονο είναι το φαινόμενο της υδατικής διάβρωσης στην Κίνα (εκτός των βορείων τμημάτων), την ενδοχώρα της Ινδίας, τα επικλινή τμήματα της Ινδοκίνας, στις Φιλιππίνες και την Ινδονησία. Αντίστοιχα η αιολική διάβρωση εντοπίζεται με μεγαλύτερη ένταση στα βόρεια και δυτικά του Πακιστάν, στην Ινδία και την Κίνα (Van Lynden 1997).
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του World Watch Institute σε χώρες με μεγάλες διαφορές μεταξύ τους όπως η Μαδαγασκάρη και η Κίνα ο συνδυασμός αποδάσωσης και γεωργικής δραστηριότητας σε μεγάλες εδαφικές κλίσεις οδηγεί σε απώλειες εδάφους που ξεπερνούν τους 25 τόνους ανά στρέμμα το χρόνο. Η Κίνα από το έτος 1950 έχει χάσει το 12% της γεωργικής της γης ενώ στη Μαδαγασκάρη η διάβρωση έχει πλήξει το 80% του εδάφους της, γεγονός που οδηγεί σε εκτεταμένους λιμούς.
Στον Ισημερινό οι απώλειες εδάφους κυμαίνονται από 21-57 τόνους ανά στρέμμα το χρόνο εξαιτίας της γεωργίας στις απότομες και αποδασωμένες πλαγιές των Ανδεων. Παρόμοια μεγέθη ισχύουν για τη Χιλή, το Περού, τη Βολιβία και την Κολομβία. Στην Τουρκία το 85% της γης, δηλ. περίπου 670 εκατ. στρέμματα, υφίστανται κάποιου βαθμού διάβρωση, από τα οποία στα 2/3 η κατάσταση θεωρείται σοβαρή έως πολύ σοβαρή. Στην Κεντρική Αμερική το 35-50% της παραγωγικής γης έχει ήδη απωλεσθεί λόγω συνδυασμού αποδάσωσης των τροπικών δασών, εντατικής κτηνοτροφίας και ανεπιτυχών καλλιεργητικών πρακτικών στα ορεινά. Στην Αϊτή δεν υπάρχει πλέον επιφανειακό έδαφος κάποιας ποιότητας και ίσως αυτός να είναι ο κύριος λόγος που η χώρα αυτή θεω­ρείται η φτωχότερη στον κόσμο.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπολογίζεται ότι το 17% της συνολικής έκτασης έχει υποστεί, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, διάβρωση (ΕΕΑ 2003). Τα βασικότερα αίτια είναι οι λανθασμένες αγροτικές πρακτικές, οι εκτεταμένες καλλιέργειες, η υπερβόσκηση, η διαχείριση της άρδευσης, ενώ οι πυρκαγιές στις μεσογειακές περιοχές αποτελούν έναν ακόμα σημαντικό παράγοντα. Το 92% της συνολικής έκτασης που έχει υποστεί διάβρωση οφείλεται στο νερό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπίζεται στην κεντρική Ευρώπη, τον Καύκασο και τη Μεσόγειο. Οι αγροτικές εκτάσεις και ιδιαίτερα οι ελαιοκαλλιέργειες είναι ιδιαίτερα ευπαθείς στη διάβρωση, λόγω της μεγάλης επιφάνειας που μένει ακάλυπτη από βλάστηση ολόκληρο το χρόνο. Στη Ρωσία το 57% και στην Ουκρανία το 41% της αγροτικής τους γης υφίσταντο φαινόμενα διάβρωσης το 1996 (EEA-UNEP 2000).
Στην Ιταλία, η διάβρωση είναι αιτία μεγάλων καταστροφών. Από τη λεκάνη του Άρνου μεταφέρονται κάθε χρόνο στη θάλασσα 20 εκατ. κυβ.μ. εύφορου εδάφους. Το 50% από τα μεταφερόμενα υλικά είναι ζωικά λιπάσματα που παρασύρονται και αφαιρούνται από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις. Στην Καλαβρία η διάβρωση φτάνει κατά μέσο όρο το βάθος των 4 εκατοστών ενώ το 1/3 του ιταλικού εδάφους επλήγη το 1966 από τις πλημμύρες που προκάλεσε μια συνεχής βροχόπτωση τριών ημερών.
Δυστυχώς σήμερα η Ελλάδα και η Ουκρανία καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις μεταξύ των χωρών της Ευρώπης που έχουν υποστεί κάποιου βαθμού διάβρωση, με ποσοστό μεγαλύτερο του 55% του συνολικού τους εδάφους (ΕΕΑ 2003). Στην Ελλάδα η διάβρωση είναι ο κύριος παράγοντας υποβάθμισης του εδάφους.
Ιδιαίτερα σε περιοχές όπου οι παράγοντες γένεσης της διάβρωσης (κλιματικές συνθήκες, απότομες κλίσεις) συντελούν στην ταχύτερη εξέλιξη του φαινομένου έχει χαθεί η παραγωγικότητα περισσοτέρων από 20 εκατ. στρεμμάτων γης από τα συνολικά 13 εκατ. εκτάρια της συνολικής έκτασης της χώρας. Στις περιοχές αυτές έχουν απομείνει γυμνά από κάθε μορφής βλάστηση, ασβεστολιθικά και ηφαιστειακά πετρώματα. Επίσης άλλα 29 εκατ. στρέμματα είναι σοβαρά διαβρωμένα και χαρακτηρίζονται ως μερικώς δασοσκεπείς εκτάσεις ή δασοσκεπή λιβάδια.
Ένας από τους κυρίους παράγοντες που συντελούν στη μεγιστοποίηση της διάβρωσης του εδάφους στην Ελλάδα είναι η υποβάθμιση των δασών και των δασικών εκτάσεων.
Η υποβάθμιση των δασών και των δασικών εκτάσεων οφείλεται σ’ έναν αριθμό παραγόντων που προέρχονται από αντίστοιχες παρεμβάσεις του ανθρώπου στο περιβάλλον. Μεταξύ των κυριότερων αυτών παραγόντων είναι οι εκχερσώσεις λόγω υπερβόσκησης, ληστρικής υλοτομίας, γεωργικής χρήσης, αστικής επέκτασης και λατομείων, η ρύπανση του αέρα και οι ασθένειες που προκαλούνται στη δασική κυρίως βλάστηση από έντομα, μύκητες κ.λπ. λόγω της γενικότερης εξασθένισης του εδάφους.
Οι περισσότεροι ερευνητές όμως συμφωνούν ότι οι πλέον σημαντικοί παράγοντες είναι η πυρκαγιά και η υπερβόσκηση και κυρίως η συνδυασμένη δράση πυρκαγιάς - υπερβόσκησης (βλ. Δάσος). Στη Θάσο μετά την πυρκαγιά του 1985 εκτιμήθηκε σε ορισμένες περιοχές απώλεια εδάφους 1-4 εκατοστών που αντιστοιχεί σε απώλεια εδάφους 10-40 τόνων σε κάθε εκτάριο.
Επίσης η υπερβόσκηση ξεπερνώντας εξ ορισμού τη βοσκοϊκανότητα των εκτάσεων προκαλεί διατάραξη της ισορροπίας των οικοσυστημάτων.
Στην Ελλάδα η υπερβόσκηση όπως και σε άλλες χώρες της Μεσογείου, ιδιαίτερα της ανατολικής, αποτελεί ανθρώπινη παρέμβαση στα οικοσυστήματα που ξεκινά από παλαιότερες εποχές. Σήμερα στη χώρα μας, παρά το γεγο­νός ότι διατίθενται 70 εκατ. στρέμματα για βοσκή, όχι μόνο δεν έχει λυθεί το κτηνοτροφικό πρόβλημα αλλά επιπλέον ασκείται σοβαρή πίεση βοσκής στα λίγα δάση που απόμειναν ενώ αναμένεται η λύση του κτηνοτροφικού προβλήματος με τη μείωση του αριθμού των μικρών ζώων και κυρίως των γιδιών.
Με την υπερβόσκηση ορισμένα από τα φυτικά είδη εξαφανίζονται, άλλα νεκρώνονται ή δεν ριζώνουν επαρκώς με αποτέλεσμα την ελλιπή κάλυψη και την ανεπαρκή προστασία του εδάφους. Το έδαφος συμπιέζεται, απογυμνώνεται και αρχίζει η διάβρωση. Ιδιαίτερα καταστρεπτική είναι η επίδραση της βόσκησης μετά την πυρκαγιά γιατί κάνει αδύνατη την αναγέννηση και οδηγεί σε εξαφάνιση της βλάστησης.
Στην ελληνική νομοθεσία υπάρχει μια δεκαετής απαγόρευση βοσκής οποιουδήποτε ζώου σε δάση και δασικές εκτάσεις που έχει λάβει χώρα πυρκαγιά. Ωστόσο ο νόμος δύσκολα εφαρμόζεται γιατί η βόσκηση εναρμονίζεται με τα τοπικά ήθη και συχνά αποτελείτο μοναδικό πόρο επιβίωσης για πολλούς από τους κατοίκους απομακρυσμένων αγροτικών περιοχών.
Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι οι παραπάνω διαπιστώσεις σχετικά με την καταστροφική επίδραση των πυρκαγιών και της υπερβόσκησης δεν οδηγούν σε πλήρη απαγόρευση της βόσκησης αλλά σε ελεγχόμενη και ορθολογική χρήση, γιατί η βόσκηση και η φωτιά αποτελούν οικολογικούς παράγοντες, οι οποίοι είναι ζωτικοί για τη λειτουργία και τη συντήρηση των μεσογειακών οικοσυστημάτων (βλ. Δάσος).
Επίσης η πίεση για αγροτικές καλλιέργειες σε εδάφη οριακά και υπο-οριακά στο παρελθόν λόγω πληθυσμιακής αύξησης και σήμερα λόγω της ανάγκης αύξησης των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων για τη βελτίωση του ισοζυγίου πληρωμών, μια ανάγκη που ενισχύεται από τα κίνητρα που παρέχει η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. Αγροοικοσυστήματα), συνδυασμένη με τον κατατμημένο τύπο της ιδιοκτησίας της γης που αναγκάζει τους αγρότες σε καλλιέργειες κατά τη διεύθυνση της κλίσης, μεγιστοποιούν το πρόβλημα της εδαφικής διάβρωσης. Το 1/4 του καλλιεργούμενου εδάφους στην Ελλάδα δηλ. γύρω στα 700.000 εκτάρια αν και διαβρωμένο περιλαμβάνει το μισό περίπου των καλλιεργούμενων λοφωδών και ορεινών περιοχών της χώρας που έχουν κλίσεις μεγαλύτερες από 15°, ενώ δεν λείπουν και περιπτώσεις εγκατάλειψης πολλών χωραφιών εξαιτίας της μικρής γονιμότητας τους.
Τέλος, οι μεταλλευτικές εργασίες και οι παραθεριστικές κατοικίες στα δάση επιδεινώνουν τα διαβρωτικά φαινόμενα και το έδαφος με τη συμβολή του ευνοϊκού τοπογραφικού ανάγλυφου καθίσταται έρμαιο των βροχοπτώσεων. Συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η παρουσία τουλάχιστον 700 χειμάρρων που χαρακτηρίζονται μεγάλοι και καταστρεπτικοί και διαυλακώνουν την ελληνική γη από άκρη σε άκρη.
Αν τελικά με βάση όλα τα παραπάνω στοιχεία υπολογιστεί ένας μέσος όρος φερτών υλικών 150.000 κυβ.μ./έτος για τους 700 μεγάλους χείμαρρους που εντοπίζονται στη χώρα μας, πρέπει να υπολογίζουμε μια ετήσια απώλεια, τουλάχιστον, της τάξεως των 100 εκατ. κυβ. μ. εδάφους. Η απώλεια αυτή του εδάφους ισοδυ ναμεί με την απώλεια ενός νησιού μεγέθους 35 τετρ.χμ. και μέσου ύψους 2,5μ. Ακόμη πιο ανησυχητικός γίνεται ο απολογισμός αυτός αν λάβουμε υπόψη μας ότι στο έδαφος που μεταφέρεται και χάνεται περιλαμβάνεται το επιφανειακό και πλέον γόνιμο στρώμα.
Στο Διάγραμμα 3 αναπτύσσεται ένα σενάριο για τις μεταβολές των αγροτικών εκτάσεων διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών εξαιτίας της υδατικής διάβρωσης μέχρι το 2050. Το σενάριο αυτό δείχνει τον κίνδυνο αύξησης της υδατικής διάβρωσης στο 80% των αγροτικών εκτάσεων των χωρών της ΕΕ, ως μιας συνέπειας της κλιματικής αλλαγής. Οι χώρες που ήδη υφίστανται φαινόμενα διάβρωσης, αναμένεται να πληγούν περισσότερο.
 

Διάγραμμα 3
Εκτίμηση μεταβολής αγροτικών εκτάσεων διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών λόγω υδατικής διάβρωσης για την περίοδο 1990-2050
(% επί της συνολικής χερσαίας επιφάνειας)
Πηγή: EEA-UNEP 2000.



Η διάβρωση ως φυσική διεργασία
 
Η διάβρωση αποτελεί σύνολο διεργασιών μηχανικού κυρίως χαρακτήρα που περιλαμβάνει τόσο την απόσπαση από το γήινο φλοιό εδάφους και θραυσμάτων από πετρώματα, όσο και τη μεταφορά του υλικού αυτού από φυσικούς παράγοντες (νερά, άνεμο, παγετώνες, βαρύτητα) και την απόθεση του σε νέες θέσεις ως κλαστικό ίζημα.
Η διάβρωση ως κύριος παράγοντας μεταφοράς και απόθεσης των ιζημάτων παίζει σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη του ανάγλυφου δρώντας δημιουργικά (π.χ. δημιουργεί εύφορες πεδιάδες) και καταστροφικά (π.χ. απογυμνώνει από το έδαφος τους περιοχές με απότομη κλίση όπως τα ψηλά βουνά).
Ο κύριος αποδέκτης των μεταφερόμενων από τη διάβρωση υλικών είναι η θάλασσα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του World Resources Institute 9 δισεκ. τόνοι εδάφους μεταφέρονται στη θάλασσα κάθε χρόνο λόγω της διάβρωσης. Ο ρυθμός αυτός της μεταφοράς είναι φυσιολογικός αφού το έδαφος που χάνεται αντικαθίσταται με τη δημιουργία νέου εδάφους με τις εδαφογενετικές διεργασίες.
Οι παράγοντες οι οποίοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση και την εξέλιξη της διάβρωσης ανάλογα με τον τρόπο δράσης τους διακρίνονται σε παράγοντες γένεσης, οι οποίοι προκαλούν την έναρξη του φαινομένου, και σε παράγοντες ρυθμιστικούς, οι οποίοι σε συνδυασμό με τους προηγούμενους ευνοούν ή εμποδίζουν την εξέλιξη της διάβρωσης.
Παράγοντες γένεσης της διάβρωσης είναι το κινούμενο νερό (κύματα, ποτάμια, βροχή, χιόνι, παγετός), ο κινούμενος πάγος και στις άνυδρες ερημικές περιοχές ο άνεμος. Ιδιαίτερα σημαντικοί παράγοντες είναι το ύψος, η ένταση και η συχνότητα των βροχών.
Ρυθμιστικοί παράγοντες της διάβρωσης ονομάζονται εκείνοι οι οποίοι παρεμβαίνουν έμμεσα ή άμεσα στη ρύθμιση της έντασης της διάβρωσης και είναι η βλάστηση, η μορφολογία του ανάγλυφου, οι φυσικοχημικές ιδιότητες του εδάφους, οι τρόποι καλλιέργειας και οι μέθοδοι άρδευσης.


 


Παραδείγματα διαταραχών από διάβρωση αναφέρονται από τα ιστορικά χρόνια. Ο Πλάτωνας τον 4ο αι. π.Χ. αποδίδει την έντονη διάβρωση της Αττικής στην εκτεταμένη εκχέρσωση του Υμηττού. Τον 3ο αι. π.Χ. η καταστροφή των δασών στις όχθες του Ευφράτη για ξυλεία οδήγησε σε καταστρεπτικές πλημμύρες που αποδόθηκαν σε οργή του θεού. Ανάλογες περιπτώσεις καταστροφών από πλημμύρες περιγράφονται στην Αμερική, την Πολυνησία και τις Ινδίες, ενώ η κατάρρευση του αγροτικού πολιτισμού των Μάγια αποδίδεται στα διαβρωτικά φαινόμενα που προκλήθηκαν από τις εκτεταμένες αποδασώσεις. Ωστόσο, οι διαβρωτικές επιπτώσεις στο παρελθόν παρά τις καταστροφές που προξένησαν περιορίζονταν σε τοπικά επίπεδα και αδυνατούν να συγκριθούν με τη σημερινή παγκόσμια εξάπλωση του προβλήματος.


 


ΑΡΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΣΤΡΑΓΓΙΣΗ
 
Με τον όρο άρδευση εννοούμε την τεχνητή προσθήκη νερού στο έδαφος και με τον όρο στράγγιση την τεχνητή απομάκρυνση νερού από την εδαφική μάζα και επιφάνεια. Τόσο η άρδευση όσο και η στράγγιση αποβλέπουν στο να διατηρήσουν στην ανώτερη εδαφική στρώση, όπου αναπτύσσεται το ριζικό σύστημα των φυτών, συνθήκες υγρασίας που θα εξασφαλίσουν τη βέλτιστη ανάπτυξη και παραγωγικότητα των φυτών σε μόνιμη βάση. Τέτοιες συνθήκες εδαφικής υγρασίας σπάνια εξασφαλίζονται από τη φύση. Έτσι, για τη διατήρηση τους απαιτείται η προσθήκη νερού στο έδαφος (άρδευση) ή η απομάκρυνση νερού από το έδαφος (στράγγιση) και, συνηθέστερα, ένας συνδυασμός τους. Κι οι δυο αυτές ανθρώπινες παρεμβάσεις είναι συνυφασμένες με την άσκηση της παραγωγικής γεωργίας από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους· η εισαγωγή τους στη γεωργική πράξη επέτρεψε τον πολλαπλασιασμό της απόδοσης των καλλιεργούμενων φυτών. Σήμερα οι αρδεύσεις και οι στραγγίσεις αποτελούν ιδιαίτερους κλάδους της γεωργικής επιστήμης και τεχνολογίας με αντικείμενο τη μελέτη και την επίλυση των προβλημάτων που σχετίζονται: (α) με τη διατήρηση βέλτιστων συνθηκών εδαφικής υγρασίας για την ανάπτυξη και την απόδοση των καλλιεργούμενων φυτών, (β) με την προστασία και τη βελτίωση των υδατικών και εδαφικών πόρων, ώστε να εξασφαλίζεται η καταλληλότητα τους για μόνιμη γεωργική χρήση, και (γ) με την ελαχιστοποίηση της διαδικασίας άρδευσης – στράγγισης στη γεωργική παραγωγή.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα