Προσπελάσεις (Views): 8284
Πακέτο: Α. ΠΟΛΛΕΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ: Περιβαλλοντική Εκπαίδευση στο Δημοτικό Σχολείο

Ενότητα: Απειλούμενα είδη

Κεφάλαιο: Η ΚΑΦΕΤΙΑ ΑΡΚΟΥΔΑ

Η ΚΑΦΕΤΙΑ ΑΡΚΟΥΔΑ
 
Υπάρχουν αρκούδες και αρκούδες
 
Αρκούδες υπάρχουν σ' όλο τον κόσμο (εκτός από την Αφρική): η οικογένεια των Αρκτιδών (Ursidae) έχει σήμερα 8 αντιπροσώπους πάνω στη Γη (μερικοί ερευνητές κατα­τάσσουν σε ξεχωριστή οικογένεια το μεγάλο πάντα). Όλα τα είδη αρκούδας έχουν γερή κατασκευή, 5 δάχτυλα στο κάθε πόδι και, παρόλο που διαφέρουν σε πολλά σημεία, έχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά και κυρίως πολλές κοινές συνήθειες: όλες τρέφονται σε μεγάλο ποσοστό με φυτικής προέλευσης πηγές, ζούνε μοναχικά (εκτός από την εποχή του ζευγαρώματος), παραχειμάζουν σε μια σχετική αδράνεια και γεννάνε τα μικρά τους την ψυχρότερη εποχή του χρόνου, μέσα σε μια φωλιά. Τα οκτώ είδη αρκούδων είναι η καφετιά αρκούδα (Ursus arctos), το μεγάλο πάντα, η μαύρη αρκούδα των Ιμαλαίων, η αμερικάνικη μαύρη αρκούδα, η διοπτροφόρος αρκούδα, η τεμπελαρκούδα, η αρκούδα της Μαλαισίας και τέλος η τεράστια πολική αρκούδα που ζει στους πάγους του Αρκτικού κύκλου.
 
 
Από αρκούδες δεν πάμε καλά
 
Η αρκούδα ζούσε παλαιότερα σε όλη την Ευρώπη. Σήμερα θα συναντήσουμε μικρούς πληθυσμούς σε 4 μόνο χώρες της Ε.Ε. (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία, όλες μαζί γύρω τα 350 άτομα) και στις περισσότερες χώρες της ανατολικής Ευρώπης (πρώην Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Βουλγαρία, Σλοβακία), καθώς και έναν μεγάλο πληθυσμό στα δάση και τις στέππες της (πρώην) Σοβιετικής Ένωσης. Μεγάλοι πληθυσμοί καφετιάς αρκούδας ζουν ακόμη στη Βόρεια Αμερική (Βραχώδη όρη και Αλάσκα): οι αρκούδες αυτές είναι μεγαλύτερες από τις ευρωπαϊκές και περισσότερο σαρκοφάγες και οι Αμερικανοί τις λένε γκρίζλυ.
Ο πληθυσμός της αρκούδας στην Ελλάδα δεν ξεπερνάει τα 150 άτομα και εξαπλώνεται σε δύο ενότητες. Η ανατολική ενότητα βρίσκεται στη Ροδόπη, ενώ η δυτική απλώνεται στις οροσειρές της Πίνδου (βόρεια και κεντρική Πίνδος) και του Περιστερίου (Βαρνούς, Βίτσι και βόρειο Σινιάτσικο). Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι ελληνικές αρκούδες επικοινωνούν με αυτές της Αλβανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας. Σχετικά πρόσφατα (2004-2005), μεμονωμένα άτομα έκαναν την εμφάνισή τους στα Πιέρια και τον Κάτω Όλυμπο καθώς επίσης στην Οίτη και την ορεινή Ναυπακτία. Η τελευταία αποτελεί τη νοτιότερη εμφάνιση αρκούδας στην Ευρώπη (Μπούσμπουρας, 2005).
 
Γερή σαν αρκούδα
 
Η αρκούδα είναι το πιο εντυπωσιακό και το πιο μεγάλο χερσαίο θηλαστικό της Ελλάδας. Είναι γεροφτιαγμένη, με φαρδύ και μάλλον μακρύ κεφάλι, μικρά στρογγυλά αυτιά και σχετικά μικρά, σκουρόχρωμα μάτια, συμπαγές σώμα, πολύ μικρή ουρά και κοντά, δυνατά πόδια που καταλήγουν σε πέντε δάχτυλα λίγο-πολύ ίσου μήκους, οπλισμένα με πολύ σκληρά και γαμψά νύχια. Τα νύχια της, που έχουν μήκος 3-4 εκ. για το πίσω πόδι αλλά 5-7 εκ. για το μπροστινό, τη βοηθούν να σκαρ­φαλώνει ή να σκάβει με ευκολία. Έχει εξαιρετικά δυνατό μυϊκό σύστημα, πιο αναπτυγμένο στα πίσω μέλη απ' ό,τι στα μπροστινά.
Έχει εξαιρετική όσφρηση και ακοή, αλλά λέγεται ότι δεν έχει παρά μέτρια όραση. Το βάρος της είναι συνάρτηση της διαθεσιμότητας της τροφής και μεταβάλλεται σημαντικά ανάλογα με την εποχή, την περιοχή και το φύλο (Νότια Ευρώπη: μέσο βάρος για το αρσενικό 130 κιλά, γα το θηλυκό 95 κιλά, Καρπάθια 250 και 150 κιλά αντίστοιχα). Έχει μήκος 1,50-2,25 μ. και ύψος 0,90-1,25 μ. στους ώμους. Το χρώμα της ποικίλλει και μπορεί να πάρει όλες τις αποχρώσεις από το πολύ σκούρο καφέ μέχρι το ανοιχτό μελί, ανάλογα με την ηλικία, το περιβάλλον και το φύλο (τα θηλυκό είναι πιο ανοιχτόχρωμα). Είναι δύσκολο να το προσδιορίσουμε με μια λέξη και, επειδή κανείς δεν βλέπει σε ιδανικές συνθήκες παρατήρησης, οι περιγραφές συχνά μιλάνε για «άσπρες» και «μαύρες» αρκούδες. Η γούνα της αποτελείται από τρεις στρώσεις: η εξωτερική περιλαμβάνει μακριές και τραχιές τρίχες (μέχρι 12 εκ.), η ενδιάμεση κοντύτερες και παχύτερες ενώ εσωτερικά υπάρχει ένα πυκνό χνούδι από λεπτές τρίχες 2-5 εκ. Το βάδισμα της φαίνεται άχαρο, επειδή πατάει με όλο το πέλμα (όπως οι άνθρωποι) και μετακινεί τα πόδια της ίδιας πλευράς σε κάθε βήμα. Στην πραγματικότητα μόνο τα πίσω πόδια πατάνε με όλο το πέλμα, τα μπροστινά πόδια πατάνε συνήθως μόνο με τα δάχτυλα. Συχνά, ιδίως όταν ξαφνιάζεται ή παίζει, αλλά και όταν θέλει να εξετάσει το χώρο ή να επιβληθεί σε κάποιον παρείσακτο, στηρίζεται στα δυό πισινά πόδια και σηκώνεται όρθια. Η κίνηση αυτή γίνεται με τόση ευκολία, ώστε δίνεται στον παρατηρητή η εντύπω­ση μιας συνέχειας ανάμεσα στις δύο στάσεις και μοιάζει έντονα ανθρώπινη.
Το τρέξιμο της είναι παράξενο, με όλη τη μάζα του ζώου να συμμετέχει στη προσπάθεια, αθόρυβο, και η διαδρομή της ακολουθεί τις γραμμές του ανάγλυφου με ακρίβεια και σοφία. Αν χρειαστεί, κινείται πολύ γρήγορα και λέγεται ότι μπορεί να φτάσει τα 50 χμ./ώρα και ότι μπορεί να προλάβει άλογο που τρέχει.
Οι αρκούδες μπορούν να φερθούν επιθετικά είτε σε άτομα του είδους τους είτε σε ανθρώπους μόνο αν ξαφνιαστούν. Ωστόσο, όταν κινούμαστε στο δάσος δεν διατρέχουμε κανέ­ναν κίνδυνο γιατί η αρκούδα μας «μυρίζεται» πριν εμείς την αντιληφθούμε κι απομακρύνεται -αιώνες επιθετικής συμπεριφοράς απέναντι της, της έχουν μάθει να μας αποφεύγει. Ζει 20-25 χρόνια.
 
 
Πολλή δουλειά το καλοκαίρι, αλλά τεμπελίκι το χειμώνα
 
Η ελληνική αρκούδα είναι ένα παμφάγο ζώο με ιδιαίτερη προτίμηση στις φυτικές τροφές. Η μόνιμη οδοντοφυία της αποτελείται από 36 συνήθως δόντια (κοπτήρες, κυνόδοντες, προγόμφιοι, γομφίοι στην άνω και κάτω σιαγώνα). Με τους κοπτήρες, η αρκούδα κόβει χόρτα και ρίζες και «πιάνει» τους διάφορους καρπούς, αν και γι' αυτή την τελευταία δουλειά χρησιμοποιεί πολύ και τα χείλια της.
Οι προγόμφιοι που στα σαρκοφάγα είναι αναπτυγμένοι και κοφτεροί (για να σκίζουν το κρέας) στην αρκούδα υπολείπονται και σε αριθμό και σε διάπλαση και μαρτυρούν την παμπάλαια εξέλιξη των αρκούδων προς τη χορτοφαγία. Οι γομφίοι αντίθετα υπεραναπτύχθηκαν και έχουν μεγάλες, σχεδόν επίπεδες μασητικές επιφάνειες κατάλληλες για τη σύνθλιψη των χορταριών και των καρπών.
Οι φυτικής προέλευσης τροφές αποτελούν το 90-95% της δίαιτάς της ανάλογα με την περιοχή και την εποχή. Αρχίζει τη χρονιά με λίγες πρωτεΐνες (την άνοιξη ανοίγει εκατοντάδες μηρμηγκοφωλιές και τρώει τις προνύμφες) και πολλά χόρτα. Μέσα στο καλοκαίρι τρώει κυρίως καρπούς, ξηρούς και σαρκώδεις, άγρι­ους και ήμερους (πολλά βελανίδια, καρπούς οξυάς, άγρια κορόμηλα, άγρια αχλάδια, καρ­πούς αγριοτριανταφυλλιάς, κεράσια, μήλα, κορόμηλα, πολλά βατόμουρα, σταφύλια, καρύ­δια και φουντούκια και τέλος, αν το μέρος έχει χωράφια, σχετικά μεγάλες ποσότητες δημη­τριακών). Τρώει (όταν το βρει) κρέας μικρών και μεγάλων ζώων (κατοικίδιων ή άγριων), κυρίως ζώα που μπορεί να πιάσει εύκολα (χελώνες, δεμένα ζώα). Τρώει ακόμα το μέλι και τις προνύμφες των ήμερων και των άγριων μελισσοσμηνών.
Τους καλοκαιρινούς και τους φθινοπωρινούς μήνες που η τροφή είναι άφθονη, η αρκούδα ασχολείται αποκλειστικά με το φαγητό. Μέχρι το Νοέμβριο, που αρχίζουν τα κρύα, έχει παχύνει πολύ και έχει μαζέψει κάτω από το δέρμα της ένα παχύ στρώμα λίπους. Με τον ερχομό του χειμώνα καθώς η τροφή γίνεται όλο και πιο σπάνια και το κρύο όλο και πιο δριμύ, η αρκούδα πέφτει σε χειμέριο ύπνο μέσα σε μια σπήλια ή σε τρύπα που σκάβει στη βάση γέρικων δέντρων. Διαλέγει μέρη απρόσιτα, σε απότομες -πλαγιές ή πυκνά σύδεντρα και στρώνει τη φωλιά της μ' ένα παχύ στρώμα κλαδιών για να αποφύγει την υγρασία. Στη διάρκεια του χειμέριου ύπνου, οι χτύποι της καρδιάς της μειώνονται στο μισό και η θερμοκρασία του σώματος της πέφτει κατά ένα τουλάχιστο βαθμό. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται ο βασικός της μεταβολισμός περίπου στο μισό. Στο διάστημα αυτό δεν τρώει, δεν πίνει και δεν αποβάλλει ούτε ούρα ούτε κόπρανα: τρέφεται αποκλειστικά από τα αποθέματα λίπους της. Έτσι ξυπνώντας μπορεί να έχει χάσει 15-25 % του βάρους της. Η διάρκεια του «ύπνου» κυμαίνεται από 1-4 μήνες και εξαρτάται βασικά από τις καιρικές συνθήκες και τη διαθεσιμότητα της τροφής. Όταν ο καιρός είναι ζεστός, μπορεί να διακόψει για λίγο τον ύπνο της και να ψάξει για καρπούς οξυάς ή άλλη τροφή", «σκουπίζοντας» το χιόνι με τα μπροστινά πόδια. Στην Ελλάδα, οι αρκούδες μπορούν να είναι δραστήριες όλο το χειμώνα, αν ο καιρός είναι ιδιαίτερα γλυκός. Τέλη Μαρτίου βγαίνει οριστικά από τη φωλιά της σε αναζήτηση τροφής
 
 
Οι αρκούδες στον κόσμο 
  • Τη μεγαλύτερη εξάπλωση έχει η καφετιά αρκούδα (1), ενώ το μεγαλύτερο πληθυσμό η Αμερικανική μαύρη αρκούδα (2).
  • Η πολική αρκούδα (3), υπέστη δραματική μείωση των πληθυσμών της από το κυνήγι στη δεκαετία του '60, ενώ μετά τις διεθνείς συνθήκες προστασίας ανέκαμψε.
  • Η Ασιατική μαύρη αρκούδα (4) ζει στα δάση της Ν.Α. Ασίας. Εκτρέφεται σε φόρμες για τη χολή της που θεωρείται ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες.
  • Η «νωθρή» ινδική αρκούδα (5) ζει στα δάση της νότιας Ινδίας και της Σρι Λάνκα. Τρέφεται κυρίως με τερμίτες και μέλισσες. Την κυνηγούν επίσης για τη χολή της.
  • Η «διοπτροφόρος» αρκούδα (6) ζει στη νότια Αμερική, στις δασωμένες δυτικές πλευρές των Άνδεων και απειλείται από την αποψίλωοη των δασών (που σε μεγάλο βαθμό αντικαθίστανται με φυτείες κόκας).
  • Η αρκούδα του 'Ηλιου (7) ζει στα τροπικά δάση της Μαλαισίας. Ελάχιστα είναι γνωστά για την αρκούδα αυτή που περνάει τον περισσότερο καιρό της πάνω στα δέντρα.
  • Το μεγάλο Πάντα (8) ζει στα βουνά της δυτικής Κίνας. Τρέφεται σχεδόν αποκλειστικά με μπαμπού. Το είδος αυτό απειλείται άμεσα με εξαφάνιση, αφού έχουν απομείνει λιγότερα από 1.000 άτομα.

  
Γεννητούρια χειμωνιάτικα
 
Οι αρκούδες ζευγαρώνουν ανάμεσα στο Μάιο και τον Αύγουστο. Ο αρσενικός ακολουθεί από μικρή απόσταση τη θηλυκιά, βόσκουν παρέα και κυλιούνται στο χορτάρι. Μπορούν να μείνουν μαζί αρκετές μέρες. Κάπου-κάπου ο αρσενικός πλησιάζει τη θηλυκιά, τη μυρίζει και την καβαλάει αγκαλιάζοντας την με τα μπροστινά του πόδια. Συχνά τη δαγκώνει στο λαιμό. Η επαφή διαρκεί από μισό έως τρία λεπτά και μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές την ίδια μέρα.
Παρόλο που ο μήνας του ζευγαρώματος ποικίλει, τα αρκουδάκια γεννιούνται την ίδια πάντα εποχή, στην καρδιά του χειμώνα (αρχές με τέλη Γενάρη). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το γονιμοποιημένο ωάριο παραμένει μέσα στα σκέλη της μήτρας χωρίς να αναπτύσσεται. Η ανάπτυξη του εμβρύου αρχίζει από τη στιγ­μή που θα εμφυτευθεί στη μήτρα κι αυτό συμβαίνει στα τέλη Νοεμβρίου. Η πραγματική εγκυμοσύνη λοιπόν, διαρκεί περίπου 6 εβδομάδες, και αυτό εξηγεί το μικρό μέγεθος των νεο­γέννητων.
Η αρκούδα γεννά μέσα στην φωλιά της 1-3 (συνήθως 2) μικρά πλασματάκια μισόγυμνα και με κλειστά μάτια που ζυγίζουν γύρω στα 300 γραμμάρια και έχουν μήκος περίπου 25 πόντους. Να 'ναι καλά η μαμά αρκούδα με τη μαλακή καί ζεστή γούνα και το θρεπτικό της γάλα! Αν και όχι πολύ άφθονο, το γάλα της αρκούδας είναι πολύ πιο θρεπτικό από της αγελάδας (500 χιλιοθερμίδες στα 100 γραμμάρια).

Τα νεογέννητα δεν αντιδρούν ούτε στις οσμές, ούτε στους ήχους, αλλά έχουν έμφυτη τάση να έρπουν προς τα ζεστά αντικείμενα. Το δε σώμα της αρκούδας ακτινοβολεί τη μεγαλύτερη -ποσότητα θερμότητας στην περιοχή των θηλών, όπου το τρίχωμα είναι αραιό. Καθώς τα νεογέννητα δεν βλέπουν ούτε μυρίζουν, η έλξη προς τα ζεστά αντικείμενα είναι μια προφανώς χρήσιμη προσαρμογή που επιτρέπει στα αρκουδάκια να εντοπίζουν την πηγή της τροφής τους. Η βοήθεια της μαμάς αρκούδας είναι περιορισμένη καθώς βρίσκεται σε ληθαργική κατάσταση.
Το αρκουδάκι ανοίγει τα μάτια του στις 6 βδομάδες, ακούει μετά από 8 εβδομάδες, ενώ η όσφρηση αναπτύσσεται αργά και φτάνει σε ικανοποιητικό επίπεδο μετά από 50 μέρες ζωής. Τριών μηνών ζυγίζει ήδη 2-3 κιλά. Γύρω στον Απρίλη με Μάη απογαλακτίζεται και κάνει τις πρώτες του εξόδους. Τα αρκουδάκια ανα­πτύσσονται πολύ γρήγορα και στον πρώτο χρόνο ζωής φτάνουν τα 12-15 κιλά ενώ στο δεύτερο χρόνο το βάρος τους διπλασιάζεται. Μένουν κοντά στη μαμά τους για δυο περίπου χρόνια. Στο διάστημα αυτό θα τους διδάξει υπομονετικά να βρίσκουν και να μαζεύουν την τροφή τους, να φυλάγονται (και σίγουρα να αποφεύγουν τους ανθρώπους). Διηγήσεις ανθρώπων που έχουν ζήσει στα δάση ή μελετούν πολλά χρόνια την αρκούδα, την περιγράφουν αφοσιωμένη, τρυφερή αλλά και αυστηρή μαμά, όταν χρειάζεται. Ο R. Hainard αναφέρει μια διήγηση από την κεντρική Ευρώπη όπου «[...] το τολμηρό αρκουδάκι κουνιόταν πάνω σ' ένα λεπτό κλαδί. Η αρκούδα από κάτω το μάλωνε και κουνούσε το κλαδί για να το κάνει να κατέβει. Όταν τελικά το μικρό κατέβηκε, το έπιασε με το ένα πόδι από το λαιμό και με το άλλο το χτύπαγε στον πισινό».
 
Ο ευαίσθητος γίγαντας
 
Η αρκούδα δεν έχει φυσικούς εχθρούς. Μόνο ο άνθρωπος κατάφερε να την απειλήσει και να την εξαφανίσει, είτε σκοτώνοντας την, είτε καταστρέφοντας το βιότοπο της.
Παλαιότερα, οι κάτοικοι των ορεινών χωριών, παρόλο που συμπαθούν ιδιαίτερα την αρκούδα, τύχαινε να σκοτώνουν κάποιο άτομο που υποψιαζόντουσαν ότι τους έκανε ζημιές στα μελίσσια, τα χωράφια ή τα ζώα. Καθώς οι απόψεις και η οικονομική κατάσταση βελτιώνονται, το πρόβλημα μικραίνει σταθερά. Αντίθε­τα, η κατάσταση του βιότοπου της αρκούδας χειροτερεύει ολοένα, καθώς έργα και εργασίες κόβουν τη συνέχεια των δασών και των οροσειρών και η ενόχληση μέσα στα καταφύγια της αυξάνει. Φράγματα, χιονοδρομικά κέντρα, αυτοκινητόδρομοι, τουριστικές δραστηριότητες, κυνήγι είναι μερικά από τα πράγματα που κάνουν ένα βουνό ακατάλληλο για αρκούδες. Η αρκούδα είναι ο άρχοντας του δάσους για να μείνει κοντά μας θέλει ένα πραγματικό ανάκτορο.