Ο Αρίων και το δελφίνι

Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ένας ποιητής κιθαρωδός από τη Λέσβο, ο Αρίων, έμαθε ότι στη Σικελία θα γινόταν μεγάλος αγώνας μουσικός.
  Έφυγε αμέσως κι έφτασε στο νησί λίγες μέρες πριν από τον αγώνα. Απ’ όλα τα μέρη τα ελληνικά είχαν μαζευτεί εκεί ποιητές και μουσικοί, φημισμένοι και άγνωστοι, νέοι και γέροι, άλλοι με λύρες, άλλοι με φλογέρες, όλοι μάστοροι στην τέχνη τους. Ο Αρίων όμως τους νίκησε όλους.  Με το τραγούδι του μάγεψε όσους τον άκουσαν, ακόμα και τους πιο πεισματικούς αντιπάλους του.   Τους τραγούδησε για άνοιξη και αγάπη, για ηρωισμό και ενθουσιασμό, τους έκαμε για μια στιγμή να νιώσουν όλα τα όνειρα, όλη τη νοσταλγία της καρδιάς του, τους έριξε στα γόνατα εμπρός του, συνεπαρμένους από την ανώτερή του ψυχή. Του έδωσαν το χρυσό στεφάνι της νίκης και του χάρισαν πλούτη, και, όταν θέλησε να φύγει, του αρμάτωσαν καράβι δικό του και με δάκρυα στα μάτια τού ευχήθηκαν ευτυχία και δόξα και χαρά. Με τα έπαθλά του αγκαλιά απέπλευσε για την πατρίδα, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής.
  Συγκινημένος στεκόταν ο Αρίων στην ψηλή την πρύμη και έβλεπε την κιτρινόχρυση γη να χάνεται στον ορίζοντα. Και όταν δε φαινόταν πια τίποτα, μόνο η θάλασσα που άστραφτε στον ήλιο, στέναξε και γύρισε να κατέβει από την πρύμη. Εμπρός του όμως είδε τους ναύτες όλους μαζεμένους, με τα χέρια σταυρωμένα, που τον κοίταζαν με μάτια σκληρά, γεμάτα έχθρα.
  Ο Αρίων σταμάτησε.
  ― Τι θέλετε;
  ― Πολλά πράματα θέλουμε εμείς! φώναξε ένας. Και πρώτα-πρώτα, θέλουμε να σε ρίξουμε στη θάλασσα.
  ― Τι σας έκαμα; ρώτησε πάλι ο Αρίων. Αν ζητάτε χρήματα, να, εκεί στα πόδια σας είναι τα δώρα που μου χάρισαν οι πατριώτες σας. Εκεί έχει στολίδια, χρυσάφια και πλούσια ρούχα, δικά σας είναι, τι τα θέλω εγώ; Τη ζωή μου όμως, αν μου την πάρετε, τι όφελος θα είναι για σας;
  ― Πες καλύτερα τι θα μας ωφελήσει αν σου την αφήσουμε! φώναξε άγρια ένας άλλος. Ζωντανός μπορείς να μας μαρτυρήσεις στο πρώτο λιμάνι που θ’ αράξουμε, και να μας στείλεις στην κρεμάλα. Πεθαμένος όμως στα βάθη της θάλασσας, τι κακό μπορείς να μας κάμεις;
  ― Βέβαια! φώναξαν και οι άλλοι. Αν τον φάνε τα ψάρια, αν τον πνίξουν τα κύματα, αν τον θάψουν τα φύκια, ποιος θα το μάθει ποτέ; Πήδα μονάχος σου, τραγουδιστή, μη σε ρίξουμε με τα χέρια μας στο νερό!

Ο Αρίων τούς κοίταζε μαζεμένους εμπρός του, που φώναζαν και φοβέριζαν, ενωμένοι όλοι στο φθόνο τους για κείνον που τον αισθάνονταν ανώτερό τους, και τον έπιασε αηδία.
  Εμπρός του απλωνόταν η θάλασσα ήσυχη, απέραντη, με ομορφιά αιώνια. Τότε ξέχασε την ανθρώπινη προστυχιά, η πίκρα έφυγε από την καρδιά του... ένα μόνο ήξερε, ότι θα πέθαινε, ότι θα χανόταν, ότι ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε τη φύση, η τελευταία φορά που η ομορφιά της θα ξυπνούσε μέσα του αντίλαλο.
  Γι’ αυτό και το τραγούδι του ήταν το τελειότερο που είπε ποτέ. Μόνος με τη φύση, που αγάπησε και τραγούδησε, έλεγε για τελευταία φορά τον πόθο του, τη χαρά του που μπορούσε ακόμα να της τον πει, τον πόνο του που θα έφευγε και δε θα την ξανάβλεπε πια ποτέ.
  Τραγουδούσε, και η φωνή του ήταν πότε σιγανή και χαδιάρικη, πότε δυνατή και φώναζε την αγάπη του, ώσπου ο αέρας γέμισε μελωδία, απ’ όλα τα μέρη αντηχούσε το τραγούδι του, τα ξύλα του καραβιού άρχισαν να τρέμουν, η θάλασσα να ταράζεται. Τότε μ’ ένα μεγάλο πήδο ρίχτηκε ο Αρίων στο θάνατο, με τα μάτια ορθάνοιχτα, με το τραγούδι στα χείλη. Και τα κύματα έκλεισαν απάνω του.
  Μα το τραγούδι του ακόμα ηχούσε στον αέρα, λες και αμέτρητες φωνές το είχαν πάρει και το συνέχιζαν θρηνώντας το χαμό του... Και οι ναύτες τρομαγμένοι ρίχτηκαν στα κουπιά και βιαστικά έφυγαν από το στοιχειωμένο εκείνο μέρος.
  Μια στιγμή είδε το βαθυγάλαζο νερό ολόγυρά του, είδε απάνω από το κεφάλι του φούσκες πράσινες να φεύγουν, σα να βιάζονταν να βγουν στον αέρα, και μια σκέψη πέρασε από το νου του: αχ, να μπορούσε κι εκείνος μια φορά ακόμα να δει τον ήλιο, τον ουρανό!...
  Μ’ όλη του τη δύναμη κλώτσησε το νερό, κι άξαφνα αισθάνθηκε κάποιο σώμα που τον έσπρωχνε, τον ανέβαζε στον αφρό. Ζαλισμένος κοίταξε γύρω του. Η θάλασσα είχε γεμίσει δελφίνια, κι ο ίδιος καθόταν σε μια πλάτη μαύρη και γυαλιστερή, σ’ ένα δελφίνι μεγαλύτερο απ’ όλα τ’ άλλα. Σε λίγη ώρα το δελφίνι αγκυροβόλησε στο ακρωτήριο Ταίναρο και ο ποιητής έφτασε στην πατρίδα του Κόρινθο. Εκεί, τα είπε όλα στο βασιλιά μ' αυτός δεν τον πίστεψε, μέχρι που οι φθονεροί ναύτες πήγαν κοντά του και του είπαν ότι ο ποιητής έμεινε στη Σικελία. Τότε ο βασιλιάς κατάλαβε ότι ο Αρίων δεν του έλεγε ψέματα και διατάζει αμέσως να θανατωθούν οι ναύτες. Έτσι ο ποιητής συνέχισε να γράφει διθυράμβους και να κιθαρωδεί με χάρη. Αλλά νόμιζε ο φτωχός, ότι τα βάσανά του είχαν τελειώσει. Αλλά ένα πρωί τον παίρνουν κάτι τύποι με περίεργες ενδυμασίες και κομμώσεις και τον στήνουν πάνω στο σανίδι, όπου ένα σωρό άσχετοι φωνάζουν το όνομά του κάθε λίγο και λιγάκι. Πραγματικά δεν καταλάβαινε ο ταπεινός κιθαρωδός τι συμβαίνει. Δεν μπορούσε να συγχρονιστεί μ' αυτό που έβλεπε. Ο Αρίων το μόνο που ήθελε ήταν να σκαρώνει ύμνους στον Απόλλωνα και να τον ευχαριστεί για την τέχνη που του χάρισε... Τώρα δεν καταλάβαινε... και δυστυχώς ούτε ο Απόλλωνας καταλάβαινε...