Συμπληρώστε τα κενά

Άσκηση συμπλήρωσεις κενών.

Συμπλήρωσε τα κενά. Έπειτα πάτησε Έλεγχος για να ελέγξεις τις απαντήσεις σου. Μπορείς να πατήσεις το πλήκτρο βοήθεια για να δεις το πρώτο γράμμα της λέξης που ψάχνεις. Καλή επιτυχία !
Η ΦΑΛΑΙΝΑ ΚΙ Ο ΟΙΣΟΦΑΓΟΣ ΤΗΣ


Μία φορά κι ένα καιρό υπήρχε, Πολυαγαπημένη μου, μέσα στη θάλασσα μία φά­λαινα, κι αυτή η φάλαινα έτρωγε τα ψάρια. Έτρωγε το λαυράκι και το γάδο (μικρός μπακαλιάρος), τον κέφαλο και το σκουμπρί, το χέλι με την ψαλιδωτή ουρά, την κόρη του κι όλη του τη φαμελιά. Όλα τα ψάρια που έβρισκε σ' ολόκληρη τη θάλασσα τα καταβρόχθιζε με το στόμα της -να, έτσι! Μέχρι που στο τέλος δεν έμεινε παρά ένα μοναδικό ψαράκι σ' όλη τη θάλασσα κι ήταν ένα μικρό παμπόνηρο που κολυμπούσε ακριβώς πίσω απ' το δεξί αυτί της φάλαινας για να μη γίνει καμιά παρανόηση.
Τότε η φάλαινα ορθώθηκε πάνω στην ουρά της και είπε:
- Πεινάω.
Και το παμπόνηρο ψαράκι απάντησε με την εξίσου παμπόνηρη φωνούλα του:
- Ευγενέστατο και γενναίο κήτος, δοκίμασες ποτέ σου άνθρωπο;
- Όχι, αποκρίθηκε η φάλαινα. Με τι μoιάζει;
- Είναι καλός, είπε το παμπόνηρο ψαράκι. Καλός, αλλά έχει κόκαλα.
- Βρες μου, λοιπόν, κανέναν, είπε η . ,
Και γέμισε τη θάλασσα αφρούς, ταρακουνώντας τη με την ουρά της.
- Φτάνει ένας για ορεχτικό, είπε το παμπόνηρο ψαράκι Αν κολυμπήσεις ως τις 50ο βόρειο πλάτος και 40ο δυτικό μήκος (αυτά είναι μαγικά), θα βρεις στη μέση της θάλασ­σας, πάνω σε μια σχεδία, έναν καραβοκύρη ναυαγό, γυμνό απ' τη μέση και πάνω. Φοράει ένα μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι με μπρετέλες (τιράντα) (να τις θυμάσαι τις μπρετέλες, Πολυαγα­πημένη μου) και κρατάει το θαλασσομάχαιρό του. Σε προειδοποιώ πως πρόκειται για άν­θρωπο πολυμήχανο και τετραπέρατο.
Έτσι, η φάλαινα θάλασσα παίρνει αφήνει, φτάνει ως τις 50ο βόρειο πλάτος και 40ο δυτικό μήκος κι εκεί, σε μια σχεδία, στη μέση του πελάγου, γυμνό από τη μέση και πάνω, μόνο με το μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι του, τις μπρετέλες (δεν πρέπει να ξε­χνάμε προπαντός τις μπρετέλες, Πολυαγαπημένη μου) και το θαλασσομάχαιρό του, βρί­σκει έναν καραβοκύρη ναυαγό, μόνο κι έρημο, να στρίβει τα δάχτυλα του ποδιού του μέ­σα στο αλμυρό νερό. (Η μαμά του, του το είχε επιτρέψει, αλλιώς ποτέ δε θα το 'χε απο­τολμήσει, δείγμα πως ήταν άνθρωπος πολυμήχανος και τετραπέρατος.)
Η φάλαινα ανοίγει λοιπόν ένα μεγάλο, μεγάλο στόμα, που παρά λίγο το άνοιγμά του να φτάσει ως την ουρά, και καταπίνει τον καραβοκύρη ναυαγό μαζί με τη σχεδία του, το μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι του, τις μπρετέλες (μην τις ξεχvάς!) και το θαλασσομάχαιρό του. Έσπρωξε όλη τη χαψιά στα ζεστά, σκοτεινά τοιχώματα του οισοφάγου της, κροτά­λισε τη γλώσσα της -να, έτσι!- και στριφογύρισε τρεις φορές πάνω στην ουρά της.
Μόλις όμως ο καραβοκύρης, που ήταν άνθρωπος πολυμήχανος και τετραπέρατος, βρέθηκε για τα καλά στα ζεστά και σκοτεινά βάθη της κοιλιάς της, άρχισε να χορεύει, να πηδάει, να χτυπάει και να βροντάει, να γρατσουνάει, να γρονθοκοπάει, να μουγκρίζει, να σκαρφαλώνει, να σκαλίζει, να κόβει, να ξεσκίζει, να ξεφωνίζει και να τρίβει στα πιο ευαί­σθητα σημεία της οικοδέσποινας, τόσο που η φάλαινα άρχισε να νιώθει άσχημα. (Μην ξεχνάς τις μπρετέλες!...). Ώσπου είπε στο παμπόνηρο ψαράκι:
- Αυτός ο άνθρωπος έχει πολλά κόκαλα. Άσε που μου φέρνει και λόξιγκα. Τι να κά­νω;
- Πες του να βγει, είπε το παμπόνηρο ψαράκι.
Φώναξε, λοιπόν, η φάλαινα μέσα στα βάθη του λαρυγγιού της για να την ακούσει ο ναυαγός:
- Βγες και προσπάθησε να κρατηθείς καλά, γιατί έχω λόξιγκα.
- Καλέ, τι μας λες! Έκανε ο καραβοκύρης. Όχι δα κι έτσι! Πήγαινέ με πίσω στην πα­τρική μου γη, στους λευκούς βράχους της Αλβιόνας (Μεγάλη Βρετανία), και θα δούμε.
Και ξανάρχισε να χοροπηδάει χειρότερα κι από πριν.
- Καλύτερα να τον πας πίσω στην πατρίδα του, είπε το παμπόνηρο ψαράκι στη φά­λαινα. Σ' είχα προειδοποιήσει πως πρόκειται για πολυμήχανο και τετραπέρατο .
Έτσι, λοιπόν, κι έκανε η φάλαινα. Θάλασσα παίρνει θάλασσα αφήνει, όσο πιο γρήγο­ρα μπορεί, με τα πτερύγια και την ουρά της -και παρά το λόξιγκά της. Κάποτε, τέλος, διέκρινε την πατρική γη του καραβοκύρη και τοuς λευκούς βράχους της Αλβιόνας. Έρι­ξε το μισό της σώμα πάνω στα χαλίκια της ακτής, άνοιξε το μεγάλο, μεγάλο στόμα της και είπε:
- Όσοι είναι για Γουίντσεστερ, Άσουελοτ, Νάσουα, Κην και όλες τις στάσεις της γραμμής του Φίτσμπουργκ να περάσουν έξω!
Κι εκεί ακριβώς που έλεγε "Φιτσ...» ο καραβοκύρης βγήκε.
Όμως, στο διάστημα που η φάλαινα κολυμπούσε, ο καραβοκύρης, που ήταν πραγμα­τικά άνθρωπος πολυμήχανος και τετραπέρατος, είχε κόψει με το θαλασσομάχαιρό του τη σχεδία κι είχε φτιάξει μια τετράγωνη σχάρα με σταυρωτά ξύλα που τα είχε στερεώσει με τις μπρετέλες του. (Τώρα ξέρεις γιατί δεν έπρεπε να ξεχvάμε τις μπρετέλες!). Βγαίνο­ντας, είχε σύρει τη σχάρα ως την είσοδο του οισοφάγου της φάλαινας και τη σφήνωσεεκεί.
Σου φαίνεται, βέβαια, απίστευτο. Όμως κι ο καραβοκύρης μας ήταν Ιρλανδός από την Ιρλανδία!
Βγήκε, λοιπόν, στα βότσαλα με τα χέρια στις τσέπες και γύρισε στη μάνα του, που του είχε επιτρέψει να στρίβει τα δάχτυλα του ποδιού του μέσα στο θαλασσινό νερό. Πα­ντρεύτηκε κι έκανε πολλά παιδιά.
Κι η φάλαινα το ίδιο.
Αλλά, από κείνη τη μέρα, η σχάρα που 'χει στον οισοφάγο της και που δεν μπόρεσε ποτέ να βγάλει με το βήξιμο ούτε και να την καταπιεί, δεν την αφήνει να τρώει παρά τα μικρά, πολύ μικρά ψαράκια, κι αυτός είναι ο λόγος που οι φάλαινες σήμερα δεν τρώνε ανθρώπους, αγοράκια ή κοριτσάκια.
Το παμπόνηρο ψαράκι πήγε και κρύφτηκε μέσα σ' ένα βάζο, κάτω απ' το σκαλοπάτι της Πύλης του Ισημερινού. Φοβόταν το θυμό της φάλαινας.
Ο καραβοκύρης έφερε πίσω το μαχαίρι του στο σπίτι. Όταν πάτησε στα βότσαλα της ακτής, φορούσε το μάλλινο γαλάζιο πανταλόνι του κι είχε τα χέρια στις τσέπες. Όσο για τις μπρετέλες, τις είχε αφήσει, βλέπεις, μέσα στο κήτος, αφού μ' αυτές είχε δέσει τη σχάρα.
Κι αυτό είναι το τέλος της ιστορίας μας.

(Ράντγιαρντ Κίπλινγκ)