ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΦΑΛΑΙΝΑΣ

whale


Η γιαγιά είπε μια ιστορία στη Λίλη. «Μια φορά κι έναν καιρό», άρχισε, «Ο ωκεανός ήταν γεμάτος φάλαινες. Φάλαινες μεγάλες σαν τους λόφους κι ήρεμες σαν το φεγγάρι. 'Ηταν τα πιο θαυμαστά πλάσματα στον κόσμο». Η Λίλη σκαρφάλωσε στα γόνατα της γιαγιάς της. «Συνήθιζα να κάθομαι στην άκρη της προβλήτας, περιμένοντας να ακούσω τις φάλαινες», συνέχισε η γιαγιά. «Μερικές φορές καθόμουνα εκεί όλη την ημέρα κι όλη τη νύχτα. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, τις έβλεπα να 'ρχονται από πολύ μακριά. Έσκιζαν το νερό, σαν να χόρευαν». «Μα πώς ήξεραν ότι ήσουνα εκεί, γιαγιά;», ρώτησε η Λίλη. «Πώς σε έβρισκαν;». Η γιαγιά χαμογέλασε. «Α, μα πρέπει να έχεις πάντα μαζί σου κάτι ξεχωριστό. Ένα τέλειο κοχύλι ή μια όμορφη  πέτρα. Και αν οι φάλαινες σε συμπαθήσουν, θα πάρουν το δώρο σου και θα σου δώσουν κι εκείνες το δικό τους». «Και τι μπορούσαν να σου δώσoυνε γιαγιά;», ρώτησε η Λίλη. «Τι σου χάρισαν οι φάλαινες;». Η γιαγιά αναστέναξε. «Μια δυο φορές», ψιθύρισε, «μια δυο φορές μονάχα τις άκουσα να τραγουδάνε». Ο θείος Φρειδερίκος μπήκε φουριόζος στο δωμάτιο. «Δεν είσαι τίποτα άλλο παρά μια παράξενη γριά!», είπε θυμωμένος. «Οι φάλαινες ήταν πολύ σημαντικές για το κρέας τους, τα κόκαλά τους και για το λίπος τους. Αν πρέπει να πεις κάτι στη Λίλη, οπωσ­δήποτε, πες της τουλάχιστον κάτι χρήσιμο. Μην της γεμίζεις το κεφάλι με ανοησίες. Άκου, φάλαινες που τραγουδάνε!». «Υπήρχαν φάλαινες εδώ, εκατομμύρια χρόνια πριν εμφανιστούν τα πλοία και οι πόλεις, ή ακόμα και οι άνθρωποι των σπηλαίων», συνέχισε η γιαγιά της Λίλης. «Οι άνθρωποι συνήθιζαν να λένε πως είχαν κάτι μαγικό». «Οι άνθρωποι συνήθιζαν να τις τρώνε και να τις  βράζουν, για να πάρουν το λίπος», μουρμούρισε ο θείος Φρειδερίκος. Μετά τους γύρισε την πλάτη και βγήκε έξω στον κήπο. Η Λίλη  ονειρεύτηκε τις φάλαινες. Ήταν θεόρατες σαν τα βουνά μέσα στα όνειρά της, πιο γαλάζιες κι απ' τον ουρανό. Τις άκουσε να τραγουδάνε μέσα στα όνειρά της, οι φωνές τους ήταν ολόιδιες με του ανέμου. Πήδηξαν έξω απ' το νερό μέσα στα όνειρά της και τη φώναξαν με το όνομά της. ο επόμενο πρωί η Λίλη πήγε μια βόλτα μέχρι τον ωκεανό. Πήγε εκεί, όπου κανένας δεν ψάρευε ή κολυμπούσε, ούτε άραζαν βαρκού­λες. Περπάτησε μέχρι την άκρη της παλιάς προβλήτας. Η θάλασσα ήταν γαλήνια, ακίνητη σχεδόν. Έβγαλε ένα κίτρινο λουλούδι από την τσέπη της και το πέταξε στο νερό. «Αυτό είναι για σας», φώναξε. Η Λίλη κάθισε στην άκρη της προβλήτας και περίμενε. Περίμενε όλο το πρωί και όλο το απόγευμα. Και τότε, καθώς έπεφτε το σούρουπο, ο θείος Φρειδερίκος κατέβηκε από τους λόφους για vα τη βρει. «Φτάνουν πια οι ανοησίες», της είπε. «Γύρισε σπίτι. Δε θα σε αφήσω να περάσεις ονειροπολώντας ολό­κληρη τη ζωή σου». Εκείνη τη νύχτα, η Λίλη ξύπνησε απότομα. Το φως του φεγγαριού έλουζε το δωμάτιο. Ανασηκώθηκε και αφουγκράστηκε ( άκουσε προσεχτικά). Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Κατέβηκε από το κρεβάτι και πλησίασε το παράθυρο. Κάτι ακουγόταν από μακριά, πέρα από τους λόφους. Βγήκε γρήγορα έξω κι άρχισε να τρέχει προς την παραλία. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει, όταν έφθασε στη θάλασσα. Κι εκεί, πελώριες μέσα στον ωκεανό, βρισκόντουσαν οι φάλαινες. Πηδούσαν και στριφογύριζαν, σα να χόρευαν στο φως του φεγγαριού. Το τραγούδι τους γέμιζε τη νύχτα. Η Λίλη είδε το κίτρινο λουλούδι της να χορεύει κι αυτό πάνω στον αφρό.         Πέρασαν πολλά λεπτά, μπορεί και ώρες. Ξαφνικά, η Λίλη ένιωσε            το παγωμένο αεράκι να διαπερνά το νυχτικό της, να 'χουν ξυλιάσει τα γυμνά της πόδια. Ανατρίχιασε κι έτριψε τα μάτια της. Κι ύστερα ο ωκεανός ήταν ακίνητος ξανά κι η νύχτα σκοτεινή και ήσυχη.  Νόμιζε πως ονειρευόταν. Σηκώθηκε όρθια και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Και τότε, από πολύ, πολύ μακριά, καθώς ο άνεμος ανάσαινε, άκουσε, «Λίλη! Λίλη!». Οι φάλαινες φώναζαν το όνομά της.

(Ντάιαν Σέλντον)