Συμπόνοια

Συμπόνοια (συν + πονώ) νιώθει όποιος συναισθάνεται τον ψυχικό ή σωματικό πόνο κάποιου και προσπαθεί να τον ανακουφίσει [1]. Η αξία αυτή συνδέεται άμεσα με την αντιμετώπιση του προβλήματος της πείνας και θεωρείται απαραίτητη για την ανάληψη δράσης από τα άτομα, καθώς ακόμα και αν καταφέρουμε να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στη θέση όσων υποφέρουν, δεν θα επιχειρήσουμε να τους βοηθήσουμε αν δεν μας διακατέχει συμπόνοια.

Η παρακάτω ιστορία, μας δείχνει πώς ένας άνθρωπος αναγκάστηκε να αντιληφθεί τον πόνο ενός ηλικιωμένου και να τον ανακουφίσει, όταν ο γιός του τον έβαλε στην ίδια μοίρα με εκείνον.

 

Το ξύλινο πιάτο (λαϊκό παραμύθι)

Ο καημένος ο παππούλης! Πέρασε όλη του τη ζωή δουλεύοντας τη γη με τα ίδια του τα χέρια. Η κούραση δεν νίκησε ποτέ τη θέλησή του να φέρνει χρήματα στο σπίτι για να υπάρχει πάντα φαγητό στο τραπέζι και να είναι η οικογένεια σε καλή κατάσταση. Όμως, τόση δουλειά μέσα σε τόσο πολλά χρόνια, την πλήρωσε πολύ ακριβά: τα χέρια του παππού έτρεμαν σαν τα φύλλα στον φθινοπωρινό αέρα. Παρά τις προσπάθειές του, πολλές φορές τα πράγματα του γλυστρούσαν απ' τα χέρια και συχνά έπεφταν στο πάτωμα και γίνονταν κομμάτια.

 Όταν έτρωγε, δεν κατάφερνε να σηκώσει το κουτάλι ως το στόμα του και το φαγητό σκορπιζόταν πάνω στο τραπεζομάντιλο. Για να αποφύγει αυτή την ενοχλητική κατάσταση, φρόντιζε να φέρνει κοντά του το πιάτο, που τις περισσότερες φορές κατέληγε να γίνεται θρύψαλα πάνω στα πλακάκια της τραπεζαρίας. Κι έτσι περνούσαν οι μέρες.

Ο γαμπρός του, εκνευρισμένος με το πρόβλημα του παππού, πήρε μια απόφαση που βρήκε αντίθετη όλη την οικογένεια: από εκείνη τη μέρα, ο παππούς θα έτρωγε μόνος του, μακριά απ' το οικογενειακό τραπέζι, και θα χρησιμοποιούσε ένα ξύλινο πιάτο. Έτσι, ούτε θα λέρωνε τα τραπεζομάντηλα, ούτε και θα έσπαγε άλλα κουζινικά.

Ο παππούς κουνούσε αργά το κεφάλι στενοχωρημένος, και καμιά φορά σκούπιζε λίγα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά του. Ήταν πολύ δύσκολο να δεχτεί αυτή την ταπείνωση. 

Πέρασαν μερικές εβδομάδες κι ένα βράδυ, όταν ο γαμπρός γύρισε σπίτι του, βρήκε το εννιάχρονο αγοράκι του να κάνει κάτι πολύ παράξενο: το παιδάκι σκάλιζε ένα κομμάτι ξύλο μ' ένα μαχαίρι της κουζίνας. Ο πατέρας, γεμάτος περιέργεια, του είπε:

- Τι κάνεις εκεί, με τόση προσήλωση; Είναι καμιά εργασία που σου ανέθεσαν στο σχολείο;

- Όχι μπαμπά, απάντησε το παιδάκι.

- Τί είναι αυτό τότε; Δεν μπορείς να μου εξηγήσεις;

- Φυσικά και μπορώ, μπαμπά. Σου φτιάχνω ένα ξύλινο πιάτο, για να το χρησιμοποιείς όταν θα είσαι κι εσύ γεράκος και θα σου τρέμουν τα χέρια. 

 

Κι έτσι ο άνθρωπος πήρε το μάθημά του κι από τότε ο παππούς άρχισε και πάλι να κάθεται στο τραπέζι, μαζί με όλη την οικογένεια.

 

 

Πηγές:

[1] Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] (1998), Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής

[2] Ποχόλ Πόνς Ε. & Γκονθάλεθ Ι.Λ., (2003), (μτφρ. Βερίνα Χωρεάνθη), Μάθετε στα παιδιά σας 20 αξίες της ζωής, Άγκυρα